Η εύρεση πάρκινγκ στο κέντρο της Θεσσαλονίκης είναι μια εμπειρία που μπορεί να περιγραφεί μόνο ως τραγωδία με κωμικά στοιχεία. Ξεκινάς με αισιοδοξία, πιστεύοντας πως «κάπου θα βρω μια θέση», μόνο για να ανακαλύψεις ότι αυτή η φράση είναι εξίσου ρεαλιστική με το να περιμένεις ότι δεν θα έχει κίνηση την παραμονή Χριστουγέννων στην Εγνατία. Κάνεις κύκλους γύρω από την Αριστοτέλους, την Τσιμισκή ή όπου σε οδηγήσει το GPS, και σύντομα καταλαβαίνεις πως η πόλη είναι γεμάτη από ανθρώπους που κυνηγούν το ίδιο όνειρο: μια ελεύθερη θέση στάθμευσης.
Καθώς οδηγείς αργά, ελέγχοντας κάθε πιθανό κενό, συνειδητοποιείς ότι οι περισσότερες «θέσεις» είναι είτε για μηχανάκια, είτε μπροστά από κάδους, είτε – το χειρότερο – παράνομες. Την ίδια στιγμή, οι οδηγοί πίσω σου σε πιέζουν με κορναρίσματα, στέλνοντάς σου το μήνυμα πως πρέπει να διαλέξεις: ή βρίσκεις θέση ή φεύγεις. Η αγωνία κορυφώνεται όταν εντοπίζεις κάποιον να μπαίνει στο αυτοκίνητό του, έτοιμος να φύγει. Το βλέμμα σου και το βλέμμα του άλλου οδηγού που περιμένει το ίδιο γίνεται μάχη από τα γουέστερν: ποιος θα κάνει την πρώτη κίνηση;
Όταν, τελικά, καταφέρνεις να βρεις μια θέση – ακόμα κι αν αυτή βρίσκεται μισό χιλιόμετρο μακριά από τον προορισμό σου – η ανακούφιση είναι μοναδική. Βγαίνεις από το αυτοκίνητο σαν νικητής μετά από μια δύσκολη μάχη, έτοιμος να περπατήσεις μέχρι τον Λευκό Πύργο, ακόμα κι αν έχεις παρκάρει στη Νεάπολη. Και φυσικά, υπάρχει πάντα το άγχος μήπως η θέση είναι παράνομη ή αν, επιστρέφοντας, βρεις στο παρμπρίζ ένα πρόστιμο της τροχαίας να σε περιμένει.
Παρά το δράμα, υπάρχει πάντα κάτι κωμικό στην όλη διαδικασία. Και κάπως έτσι, κάθε φορά που παρκάρεις, υπόσχεσαι στον εαυτό σου ότι την επόμενη φορά θα πάρεις τα ΜΜΜ ή θα περπατήσεις. Όμως όλοι ξέρουμε ότι, στο τέλος, θα ξαναπάρεις το αυτοκίνητο. Γιατί η ελπίδα ότι αυτή τη φορά θα βρεις εύκολα πάρκινγκ είναι σαν το σουβλάκι μετά τη βραδινή έξοδο: δύσκολα της αντιστέκεσαι.